- ἀκριβαστής
- ἀκρῑβ-αστής, οῦ, ὁ,A lawgiver, Id.Is.33.22; inquirer, Id.Jd.5.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀκριβαστής — lawgiver masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακριβαστής — ο (Α) [ἀκριβάζω] 1. αυτός που ερευνά τα πράγματα από κοντά 2. νομοθέτης, κυβερνήτης … Dictionary of Greek
ἀκριβαστήν — ἀκριβαστής lawgiver masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακριβάζω — ἀκριβάζω (Α) 1. ἀκριβῶ* 2. παθ. υπερηφανεύομαι γι’ αυτό που είμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκριβής. ΠΑΡ. αρχ. ἀκρίβασμα, ἀκριβασμός, ἀκριβαστής] … Dictionary of Greek